- κρύβε
- κρύπτωhidepres imperat act 2nd sgκρύπτωhideimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρύβες — κρύβε̄ς , κρύπτω hide pres ind act 2nd sg (doric) κρύπτω hide imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
κρύβω — έκρυψα, κρύφτηκα, κρυμμένος 1. τοποθετώ κάτι σε μυστικό μέρος, χώνω, σκεπάζω: Πού τον έχει κρυμμένο το θησαυρό; 2. αποσιωπώ, φυλάγω κάτι μυστικό: Χρόνια μου κρυβε το αίσθημά της. 3. συγκαλύπτω, προσπαθώ να μη γίνει κάτι φανερό: Κρύβει τα χρόνια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)